- πλινθοφόρος
- πλινθοφόροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλινθοφόρος — ον, Α 1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθοφόρος τεχνίτης που κουβαλά πλίνθους 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πλινθοφόρος ονομασία νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + φόρος (< φέρω) … Dictionary of Greek
πλινθοφόρῳ — πλινθόφορος carrying bricks masc/fem/neut dat sg πλινθοφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθοφόροι — πλινθοφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AEGYPTUS — I. AEGYPTUS Ciceronis libertus, l. 16. ep. 15. Ad Tyronem. II. AEGYPTUS Rex Aethiopum, a S. Matthaeo, ut horum traditio haber, ad Christi fidem conversus. Marmol. l. 10. c. 13. III. AEGYPTUS a quo Aegypto regioni nomen secundum quosdam, Beli fil … Hofmann J. Lexicon universale
πλινθοφορώ — έω Α [πλινθοφόρος] μεταφέρω, κουβαλώ πλίνθους … Dictionary of Greek